- σαρδάμ
- τολεκτικό σφάλμα, ιδίως αυτό που γίνεται επί σκηνής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαρδάμ — το, Ν άκλ. το μπέρδεμα τών συλλαβών, αναγραμματισμός τών λέξεων κατά τον προφορικό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από αναγραμματισμό τού ονόματος τού ηθοποιού σκηνοθέτη Μαδράς, που είναι και ο πρώτος που τόν χρησιμοποίησε με την συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek